- αμφικλυστος
- ἀμφίκλυστοςἀμφί-κλυστος2кругом омываемый (волнами)
(ἀκτή Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀκτή Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αμφίκλυστος — ἀμφίκλυστος, ον (Α) [ἀμφικλύζω] αυτός που κατακλύζεται από νερά κι από τις δύο πλευρές ή που βρέχεται από παντού … Dictionary of Greek
ἀμφίκλυστος — washed on both sides by waves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίκλυστον — ἀμφίκλυστος washed on both sides by waves masc/fem acc sg ἀμφίκλυστος washed on both sides by waves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικλύστου — ἀμφίκλυστος washed on both sides by waves masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικλύστους — ἀμφίκλυστος washed on both sides by waves masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικλύστῳ — ἀμφίκλυστος washed on both sides by waves masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίκλυστα — ἀμφίκλυστος washed on both sides by waves neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφικλύζω — ἀμφικλύζω (Α) περιβρέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κλύζω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίκλυστος] … Dictionary of Greek